ΣΧΟΛΙΟ

Οι νεό -παλιοί και οι νεο- παλιές εισβάλλουν σε εναπομείναντα παλιά και υποδύονται τους παλιούς.

Τουφεκιές ζαχαρωτές, σε σιδερένιες κούπες κρασί, λίγο ρεμπέτικο τουριστίκ, μετά λυρισμούς εδώ μέσα με γεροντοπαλήκαρα, καμιά αυτοέκδοση της λυρικής πλάκας, αυτοθαυμασμός και από δω παν κι άλλοι σε μια στρεβλή προσέγγιση της λαικότητας. Κι όμως εδώ γύρω κάποτε ο Ιωάννου έγραψε τον Επιτάφιο Θρήνο σε ένα φτηνό ξενοδοχείο της Ομόνοιας και το Κέντρο Διερχομένων, ο Ταχτσής το Φοβερό Βήμα και το κείμενο για το Ρεμπέτικο στον Σκληρό Απρίλη, προλάβαμε τον Μένη στο παλιό Νέον κάτω απ τον τοίχο του Τσαρούχη, ο Χρονάς, ο Γκόρπας, ο  Βαρβέρης, ο Δενδρινός, ο Χατζιδακις στο Μανχάταν, στην οδό Μαιζώνος το Κέντρο Ζούγκλα, ο Γιάνναρης και ο Ζαλμάς, το Κοσμοπολίτ, η Αλάσκα, ο Ελατος στο Προξενιό της Αννας, τα Κοιτάσματα του Ιωάννου, ο Μιχάλης Κατσαρός στου Λαμπρόπουλου. Μεγάλοι πνευματικοί που διαχώριζαν με ευσέβεια το λαικό και το μη λαικό. Το παλιό και το νέο. Τα ήθη που διατηρούνται και αυτά που έρχονται. Τη ημιζωή από την εύτακτη. Με ιερότητα είδε ο  Σεβαστίκογλου τα κορίτσια παραδουλεύτρες στην Αγγέλα, ο Μενης τα λαικά παιδιά στα Μηχανάκια. Ο Ηλίας Πετρόπουλος τους σφάχτες, τις γυναίκες, τον Μάρκο, τον Κερομύτη που χόρευε σιγά σαν δολοφόνος. Ο Κοροβίνης με ζεστασιά και προσοχή προσέγγισε το αιματηρό περιθώριο της Θεσσαλονίκης, τους Παγκρατίδηδες και τα κατηχητικά. Ο Ντίνος τους στρατονόμους ή τους ναύτες. Δεν γίναν ένα. Γύριζαν στα σπίτια και γράφανε. Διέσωζαν. Αγαπούσαν όπως ο Ασλάνογλου μές στο παλτό του πρωί Κυριακής σιωπηρά. Όπως ο Ιωάννου θαύμαζε τον Σαμψών σε επιδείξης λαικής δύναμης στο Μοναστηράκι. Μην γίνεστε ορισμένοι αστείοι. Δεν είναι όλα ίδια και δεν είμαστε όλοι για όλα

Ατζέντα